- βιόδωρος
- βῐόδωρος1 life giving
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.26
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.26
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βιόδωρος — βιόδωρος, ον (Α) αυτός που χαρίζει ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + δωρος < δώρον] … Dictionary of Greek
βιόδωρος — life giving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιόδωρον — βιόδωρος life giving masc/fem acc sg βιόδωρος life giving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοδώροις — βιόδωρος life giving masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek